Αυτοβιογραφία: Ξεκινώντας Πάλι Από Την Αρχή
Ο Γεώργιος Λόρδος κατέγραψε την ιστορία της ζωής του όχι για να εξυψώσει τα επιτεύγματά του, αλλά για να αποτυπώσει τις ανθρώπινες στιγμές — τις συγκυρίες, τους αγώνες και τις απογοητεύσεις — που διαμόρφωσαν τη γενιά του και έγιναν η παρακαταθήκη που άφησε στους επόμενους.

Το Κρυφό Νυχτερινό Σχολείο
«Το 1924, σε ηλικία 9 ετών, ο πατέρας μου πήρε εμένα και τον αδελφό μου από το σχολείο για να δουλέψουμε στα χωράφια. 'Το σχολείο δεν είναι υποχρεωτικό', είπε. Αλλά ένιωθα την αδικία να με καίει. Έβλεπα τα άλλα παιδιά να παίζουν και να μαθαίνουν ενώ εγώ καθάριζα στάβλους.»
«Δεν το δεχτήκαμε. Τη νύχτα, εξαντλημένοι από τα χωράφια, οργανώσαμε μια κρυφή νυχτερινή τάξη. Προσλάβαμε έναν νεαρό δάσκαλο, τον Κυριάκο Ιακώβου, και τον πληρώναμε 3 σελίνια το μήνα. Είχα τέτοια εμμονή να μάθω Αγγλικά που πρότεινα έναν κανόνα: όποιος μιλάει Ελληνικά κατά τη διάρκεια του μαθήματος πληρώνει πρόστιμο. Δεν πλήρωσα ποτέ το πρόστιμο ούτε μία φορά.»

Το Κορίτσι Που Δεν Χαμογελούσε
«Εκείνον τον χρόνο, 1922 ή αρχάς του 1923, η Κύπρος γέμισε μωρά ορφανά, επιζήσαντα από την Σμύρνη. Πλείσται οικογένειαι, έστω και πολύτεκναι, έπαιρναν ορφανά να τα μεγαλώσουν. Ενθυμούμαι ένα κοριτσάκι επτά-οκτώ ετών που … ελέγετο Καλλιόπη και ως έμαθα το περιμάζεψαν στους δρόμους ή στο λιμάνι της Σμύρνης. Το άμοιρο κοριτσάκι δεν σταματούσε το κλάμα, ζητούσε τους γονείς του που ήτο αγνοούμενοι.»
«Η γιαγιά Χ’ Χριστίνα παρεκάλεσε τους γονείς μου να με αφήνουν να πηγαίνω κάθε μέρα να παίζωμεν, με την ελπίδα να ξεχάσει. Πέρασαν δύο-τρεις μήνες και το κοριτσάκι ποτέ δεν γέλασε, πάντοτε έκλαιε και δεν ήθελε να τρώει. Έκτοτε δεν γνωρίζω τι απέγινε, αλλά από τότε μόλις έλθει στην σκέψιν μου λυπούμαι και αδιαθετώ. Ήτο η μεγαλύτερη λύπη που αισθάνθηκα σε εκείνη την ηλικία.»

Η Αδύνατη Υπόσχεση
Πριν φύγει από το χωριό για το μεγάλο του ταξίδι στο εξωτερικό, μια ηλικιωμένη θεία της μητέρας του, η Γιαγιά Ζησιμού, τον ικέτευσε να βρει τον γιο της, τον Αντώνη Τσαγγαρίδη, που είχε εξαφανιστεί στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1911. Δεν ήξερε σε ποια χώρα βρισκόταν — μόνο ότι ήταν «Πέρα». Για να την παρηγορήσει, της υποσχέθηκε πως θα τον αναζητούσε.
Όταν έφτασε στον Πειραιά, ρώτησε έναν περαστικό πώς να πάει στον σταθμό για να πάρει το τρένο προς Αθήνα. Όπως διηγείται στην αυτοβιογραφία του:
«Γύρισε και με είδε με ύφος που έδειχνε ότι με λυπόταν ή και με περιφρονούσε, και μου απαντά: "Παιδί μου, αν ο σταθμός ήτο μουλάριν, σίγουρα θα σε κλωτσούσε. Να τον σταθμόν εμπρός σου". Πράγματι, ο σταθμός ήταν έξι–οκτώ μέτρα απέναντί μας. Του μουρμούρισα ένα "ευχαριστώ"… και μου λέγει: "Κύπριοι είσθε;". Του απαντώ "ναι", και μου λέγει: "Μήπως είναι κανείς σας από το Βαρώσι;". Του λέγω πως είμαι εγώ, αν και όχι από το Βαρώσι, αλλά γνωρίζω πολλούς. Τον ρώτησα αν είχε κάποιον συγγενή, μήπως τον γνώριζα. Μου λέγει: "Μήπως γνωρίζεις καμιάν γριάν που λέγεται Ζησιμού;". Αμέσως ήλθε στη σκέψιν μου η γιαγιά και ανατρίχιασα. Του λέγω: "Μήπως είσαι ο Αντώνης Τσαγγαρίδης;", και μου απαντά: "Ναι, πώς το ξεύρεις;". Του ανέφερα τη συγγένειά μου με τη Ζησιμού, ότι δηλαδή ήμουν γιος της εξαδέλφης του, της Αρετής, που δεν γνώριζε πως είχε παντρευτεί τον Δημήτρη Λόρδο. Μόλις συνειδητοποίησε ότι είμεθα συγγενείς, έβαλε τα κλάματα».
Είχε ανασύρει τη χαμένη βελόνα από τα άχυρα του κόσμου.

Η αγάπη του για την Ανδριανή
«Οι μήνες που επακολουθήσαν με γέμισαν με αγάπη προς την αρραβωνιαστικιάν και πολύ μεγάλο ενδιαφέρον προς το εμπόριο. Άρχισα να σκέφτομαι πιο σοβαρά και προγραμματισμένα διότι αισθανόμουν κάποιαν άλλην υποχρέωση∙ πώς να προσφέρω μίαν άνετον ζωή στην μέλλουσαν οικογένειάν μου και πώς να δείξω στην αρραβωνιαστικιά μου ότι ήμουν ικανός επιχειρηματίας και να της εμπνεύσω εμπιστοσύνη.»
«Τόσην αγάπην της είχα, που μόλις έκλεινα το μαγαζί μου, περί τας 8:00 μ.μ. το βράδυ, άρπαζα το ποδήλατό μου και έκανα την απόσταση Βαρώσι-Άγιο Σέργιο σε σαράντα πέντε λεπτά διά να την επισκεφθώ. Τούτο εγένετο και τον χειμώνα σε βροχή, αέρα και χιόνια και εάν μία μέρα μού τύγχανε εργασία και δεν πήγαινα, της έγραφα ένα γράμμα και της το έστελνα διά χειρός με ένα χωριανόν.»

Χιούμορ εν μέσω Κρίσης
«Στο ξενοδοχείο Golden Plage υπεύθυνος έμενε ο Μιχαλάκης Σαββίδης (Λαλάκης), Αμερικάνος πολίτης και μεγάλο κόζι στα πειράγματα. Έμενε μαζί του ως βοηθός ο γνωστός πιανίστας μουσικός και πάρα πολύ διασκεδαστικός τύπος, ο Κώστας Κουτρουζάς, που εργάζετο τότε στα ξενοδοχεία μας. Στην εισβολήν όμως τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ από τους βομβαρδισμούς, που μόλις με έβλεπε με έτρεχε ξοπίσω και με ρωτούσε αν νομίζω ότι θα επαναληφθούν οι βομβαρδισμοί και αν υπήρχε φόβος να πέσει το ξενοδοχείο από μίαν 'direct' βόμβαν. Αν ήθελα να τον ξεφορτωθώ τού έλεγα: 'Ασφαλώς και θα πέσει, αλλά κοίταξε να βρίσκεσαι στο υπόγειον'. Τότε με άφηνε και εχάνετο.»
«Μία μέρα ο Μιχαλάκης Σαββίδης μού ζήτησε να τον ακολουθήσω στο υπόγειον... μου έδειξε μία γωνιάν που μετακινήθησαν πέντε-έξι τραπέζια και τοποθετήθησαν μία στίβη δέκα-δεκαπέντε κρεβάτια... Τον ρώτησα ποιος το έκαμε και μου είπε ότι είναι το καταφύγιον του Κουτρουζά... Μας είπε ότι φοβάται πάρα πολύ ότι αν μία βόμβα πέσει 'direct' επί του ξενοδοχείου θα θαφτεί... ενώ τώρα... θα έτρεχε να μπει κάτω από τα κρεβάτια. Περιττόν να πω ότι ο Μιχαλάκης Σαββίδης τα κατάφερνε θαυμάσια κάθε λίγο να κάνει με το στόμα του τον θόρυβο αεροπλάνου και να βλέπομεν τον Κουτρουζάν να τρέχει στο υπόγειον.»

Η Αυτοβιογραφία του Γεώργιου Δ. Λόρδου
Η Αυτοβιογραφία του Γεώργιου Δ. Λόρδου
Ξεκινώντας Πάλι από την Αρχή
Ο Γεώργιος Λόρδος κατέγραψε την ιστορία της ζωής του όχι για να εξυψώσει τα επιτεύγματά του, αλλά για να αποτυπώσει τις ανθρώπινες στιγμές — τις συγκυρίες, τους αγώνες και τις απογοητεύσεις — που διαμόρφωσαν τη γενιά του και έγιναν η παρακαταθήκη που άφησε στους επόμενους.
Όλα τα έσοδα διατίθενται για την φιλανθρωπική δράση του Ιδρύματος, συνεχίζοντας την κληρονομιά προσφοράς που θεμελίωσαν ο Γεώργιος και η Ανδριανή.
Ασφαλής πληρωμή μέσω JCC